- ιεροκρατικός
- η , ό[ν]1) являющийся сторонником власти духовенства; 2) относящийся к власти духовенства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιεροκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεροκρατία («ιεροκρατικό σύστημα») 2. (για πρόσ.) ο οπαδός τού διοικητικού συστήματος τής ιεροκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hierocratic < hierocracy (πρβλ. ιεροκρατία). Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
ιεροκρατικός — ή, ό αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά της ιεροκρατίας: Ιεροκρατικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek